προσχρῶμαι

προσχρῶμαι
προσχράομαι
use
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
προσχράομαι
use
pres ind mp 1st sg
προσχράομαι
use
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσχρώμαι — άομαι, Α 1. μεταχειρίζομαι κάτι επί πλέον ή ωφελούμαι από κάτι επί πλέον («ἀλλοτρίῳ ὀνόματι προσχρώμενοι», Πλάτ.) 2. χρησιμοποιώ κάτι («προσχρησάμενοι τοῑς... ἀποσταλεῑσι γράμμασι», ΠΔ) 3. διαφθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρῶμαι «μεταχειρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ποτιχρέομαι — Α (δωρ. τ.) προσχρῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + χρῶμαι / χράομαι / χρέομαι] …   Dictionary of Greek

  • πρόσχρησις — ήσεως, ἡ, Α [προσχρῶμαι] η πρόσθετη χρήση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”